- μοχθηροτέρους
- μοχθηρόςsuffering hardshipmasc acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγγίγνομαι — και ιων. τ. συγγίνομαι Α [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον 2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο 3. συναναστρέφομαι με κάποιον 4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους… … Dictionary of Greek